- διαφαυλιζω
- διαφαυλίζωδια-φαυλίζωпринижать, презирать
(τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος Plat.; δ. τι καὴ καταγελᾶν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος Plat.; δ. τι καὴ καταγελᾶν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διαφαυλίζω — (Α) θεωρώ κάτι ευτελές, μηδαμινό, εξευτελίζω … Dictionary of Greek
διαφαυλίζει — διαφαυλίζω hold cheap pres ind mp 2nd sg διαφαυλίζω hold cheap pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφαυλίζουσι — διαφαυλίζω hold cheap pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαφαυλίζω hold cheap pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφαυλίσαι — διαφαυλίζω hold cheap aor inf act διαφαυλίσαῑ , διαφαυλίζω hold cheap aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφαυλίζειν — διαφαυλίζω hold cheap pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφαυλίζεις — διαφαυλίζω hold cheap pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφαυλίζων — διαφαυλίζω hold cheap pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)